- ἀνθοβόλησις
- ἀνθο-βόλησις, εως, ἡ,A putting forth of flowers, ib.59.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανθοβόληση — και ανθοβόλημα, το (Μ ἀνθοβόλησις) η άνθηση, η ανθοφορία … Dictionary of Greek
ἀνθοβολήσεως — ἀνθοβολήσεω̆ς , ἀνθοβόλησις putting forth of flowers fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)